Η λέξη "ardor" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/ˈaɾ.ðoɾ/
Η λέξη "ardor" συνήθως σημαίνει έντονη αισθηματική θερμότητα ή πάθος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενθουσιώδη προσέγγιση ενός ατόμου ή την αφθονία της ενέργειας σε μια δραστηριότητα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χαρακτηρίζεται ως έκφραση συναισθημάτων και έντονων αντιδράσεων.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "ardor" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η θερμότητα του έρωτά του ήταν ασύγκριτη.
Se levantó con ardor y determinación.
Ξύπνησε με πάθος και αποφασιστικότητα.
La fogata ardía con un ardor intenso.
Η λέξη "ardor" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες κοινές εκφράσεις:
Μετάφραση: Πάθος στην ψυχή.
Ardor de la lucha
Μετάφραση: Θερμότητα της μάχης.
Sentir ardor
Μετάφραση: Νιώθω πάθος.
Ardor de la pasión
Η λέξη "ardor" προέρχεται από το λατινικό "ardor", που σημαίνει "φλόγα" ή "θερμότητα", και σχετίζεται με τη ρίζα "ar-", η οποία υποδηλώνει την έννοια της καύσης ή της θέρμανσης.
Συνώνυμα: - Pasión (πάθος) - Fervor (ενθουσιασμός) - Calor (θερμότητα)
Αντώνυμα: - Frialdad (ψυχρότητα) - Indiferencia (αδιαφορία) - Apatía (απάθεια)