Η λέξη "arduo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /aɾˈðuo/
Η λέξη "arduo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δύσκολο, σκληρό ή απαιτητικό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, από καθημερινές δραστηριότητες μέχρι πιο ποιητικές ή φιλοσοφικές αναφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και εμφανίζεται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό.
Ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά θα φτάσω στο τέλος.
Estudiar para el examen fue un proceso arduo.
Η λέξη "arduo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Ένας δύσκολος αλλά ανταποδοτικός δρόμος.
Se enfrenta a un trabajo arduo.
Αντιμετωπίζει μια σκληρή δουλειά.
Es un desafío arduo que vale la pena.
Είναι μια δύσκολη πρόκληση που αξίζει τον κόπο.
Esa tarea requiere un esfuerzo arduo.
Αυτό το έργο απαιτεί μεγάλη προσπάθεια.
El viaje fue arduo, pero lleno de aventuras.
Η λέξη "arduo" προέρχεται από το λατινικό "arduus", που σημαίνει "δύσκολος", "υψηλός" ή "κουραστικός".
Συνώνυμα: - difícil (δύσκολος) - complicado (σύνθετος) - penoso (επίπονος)
Αντώνυμα: - fácil (εύκολος) - sencillo (απλός) - cómodo (άνετος)