Arenga είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /aˈɾeŋɡa/
Η λέξη "arenga" αναφέρεται σε μια ομιλία ή παρέμβαση που γίνεται με σκοπό να ενθουσιάσει, να ενισχύσει ή να παρακινήσει ένα ακροατήριο ή μια ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά ή αθλητικά συμφραζόμενα, αλλά και σε πολιτικές ή κοινωνικές συγκεντρώσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλότερη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι επιδιώκουν να ενθουσιάσουν ή να κινητοποιήσουν ομάδες.
Ο καπιτάνιος εκφώνησε έναν προτρεπτικό λόγο στους στρατιώτες του πριν από τη μάχη.
La arenga del entrenador motivó al equipo a ganar el partido.
Η λέξη "arenga" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
El político dio una arenga al público para que apoyara la causa.
Escuchar la arenga
Los jóvenes escucharon la arenga del maestro con atención.
Arenga inspiradora
Η λέξη "arenga" προέρχεται από το λατινικό "arengare", που σημαίνει "να ζητήσει ή να εκφωνήσει δημόσια λόγο". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά σε στρατιωτικά και πολιτικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - discurso (ομιλία) - exhortación (παρότρυνση)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - desánimo (αποθάρρυνση)
Αυτή είναι η πλήρης παρουσίαση της λέξης "arenga" στην ισπανική γλώσσα.