areola - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

areola (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "areola" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /aɾeˈola/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "areola" αναφέρεται σε μια περιορισμένη περιοχή ή δακτύλιο, συνήθως γύρω από τη θηλή, αλλά μπορεί να αναφέρεται και στο ίδιο το γκριζωπό ή καφετί δέρμα γύρω από τη θηλή. Στη ζώα, μπορεί να αναφέρεται σε περιοχές γύρω από ορισμένα όργανα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό και ανατομικό τομέα και είναι σχετικά κοινή και στα δύο πλαίσια - προφορικό και γραπτό.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. La areola es la parte oscura alrededor del pezón.
  2. Η αρεόλα είναι το σκοτεινό τμήμα γύρω από τη θηλή.

  3. En algunos mamíferos, la areola tiene un papel en la identificación de especies.

  4. Σε ορισμένα θηλαστικά, η αρεόλα παίζει ρόλο στην αναγνώριση ειδών.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "areola" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να φανεί σε περιγραφές σχετικών φαινομένων.

  1. La areola del pezón puede cambiar durante el embarazo.
  2. Η αρεόλα της θηλής μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

  3. La inflamación de la areola puede ser un signo de infección.

  4. Η φλεγμονή της αρεόλας μπορεί να είναι σημάδι λοίμωξης.

  5. La coloración de la areola puede variar entre diferentes culturas.

  6. Η χρωματολογία της αρεόλας μπορεί να ποικίλει μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.

Ετυμολογία

Η λέξη "areola" προέρχεται από το λατινικό "areola", που σημαίνει "μικρή περιοχή" ή "χωράφι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: περιοχή, δακτύλιος
Αντώνυμα: κενό, απουσία



23-07-2024