Η λέξη "argucia" αναφέρεται σε μια επιτηδευμένη ή πονηρή λογική που χρησιμοποιείται για να παραπλανήσει ή να πετύχει έναν στόχο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει απατηλές τακτικές, επιχειρήματα ή νοητικές στρατηγικές. Στην καθημερινή γλώσσα, δημιουργεί την εντύπωση μιας μορφής απάτης με νοητική επιδεξιότητα. Ο όρος δεν είναι πολύ συχνός στην καθημερινή χρήση, αλλά μπορεί να βρεθεί σε νομικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Η "argucia" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και ακαδημαϊκά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
La argucia en su argumento fue evidente para todos.
(Η επιτηδειότητα στο επιχείρημά του ήταν φανερή σε όλους.)
Utilizó una argucia legal para ganar el caso.
(Χρησιμοποίησε μια νομική κατηγορία για να κερδίσει την υπόθεση.)
Η λέξη "argucia" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις για να δηλώσει πονηριά ή επιτηδειότητα.
Ser un maestro de la argucia.
(Να είσαι δάσκαλος της επιτηδειότητας.)
No caigas en su argucia.
(Μην πέσεις στην επιτηδειότητα του.)
La argucia no siempre es la mejor solución.
(Η επιτηδειότητα δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση.)
Η λέξη "argucia" προέρχεται από το λατινικό "argutia", το οποίο σημαίνει "προφύλαξη" ή "επιτήδευση". Σημαίνει ότι η λέξη έχει ρίζες που συνδέονται με τη λογική και την τεχνική.
astucia (επιτηδειότητα)
Αντώνυμα: