argumentar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

argumentar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "argumentar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aɾɣumenˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "argumentar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία παρουσίασης και ανάπτυξης επιχειρημάτων, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε νομικά, πολιτικά και ακαδημαϊκά κείμενα. Χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή και στον προφορικό διάλογο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El abogado va a argumentar su caso en el tribunal.
    (Ο δικηγόρος θα επιχειρηματολογήσει την υπόθεσή του στο δικαστήριο.)

  2. Necesitamos argumentar nuestras decisiones para que sean entendidas por todos.
    (Πρέπει να αιτιολογήσουμε τις αποφάσεις μας ώστε να γίνουν κατανοητές από όλους.)

  3. Ella sabe cómo argumentar de manera efectiva en una discusión.
    (Ξέρει πώς να επιχειρηματολογεί αποτελεσματικά σε μια συζήτηση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "argumentar" δεν εμφανίζεται συχνά σε καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τύπους φράσεων που σχετίζονται με την επιχειρηματολογία.

  1. Argumentar un punto de vista
    (Επιχειρηματολογώ για μια άποψη)
    "Es importante argumentar un punto de vista antes de tomar una decisión."
    (Είναι σημαντικό να επιχειρηματολογήσεις για μια άποψη πριν από τη λήψη μίας απόφασης.)

  2. Argumentar a favor de
    (Επιχειρηματολογώ υπέρ του)
    "Muchos científicos argumentan a favor de la teoría del cambio climático."
    (Πολλοί επιστήμονες επιχειρηματολογούν υπέρ της θεωρίας της κλιματικής αλλαγής.)

  3. Argumentar en contra de
    (Επιχειρηματολογώ κατά)
    "El periodista argumenta en contra de las leyes actuales."
    (Ο δημοσιογράφος επιχειρηματολογεί κατά των τρεχουσών νόμων.)

  4. Argumentar con solidez
    (Επιχειρηματολογώ με σιγουριά)
    "En el debate, él supo argumentar con solidez sus opiniones."
    (Στη συζήτηση, αυτός ήξερε να επιχειρηματολογεί με σιγουριά τις απόψεις του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "argumentar" προέρχεται από το λατινικό "argumentare", που σημαίνει "να δώσω αποδείξεις ή επιχειρήματα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - justificar - razonar - debatir

Αντώνυμα: - aceptar (να αποδεχτείς) - ignorar (να αγνοήσεις) - suprimir (να καταργήσεις)



23-07-2024