argumento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

argumento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "argumento" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "argumento" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /aɾɣumen̪to/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, η λέξη "argumento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη λογική βάση ή την κατεύθυνση ενός θέματος ή μιας συζήτησης. Μπορεί να αναφέρεται και σε ιστορία ή πλοκή, όπως αποτυπώνεται σε λογοτεχνικά έργα ή ταινίες. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά σε ακαδημαϊκά και προγραμματικά κείμενα.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. El argumento de la película fue muy interesante.
    (Το επιχείρημα της ταινίας ήταν πολύ ενδιαφέρον.)

  2. Es importante presentar un buen argumento en el debate.
    (Είναι σημαντικό να παρουσιαστεί ένα καλό επιχείρημα στη συζήτηση.)

  3. El argumento legal del caso se basa en pruebas sólidas.
    (Το νομικό επιχείρημα της υπόθεσης βασίζεται σε ισχυρές αποδείξεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "argumento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Poner un argumento sobre la mesa.
    (Βάζω ένα επιχείρημα στο τραπέζι.)
    Σημαίνει ότι εισάγουμε μία νέα ιδέα ή προοπτική σε μία συζήτηση.

  2. Un argumento de peso.
    (Ένα επιχείρημα βαρύτητας.)
    Αναφέρεται σε ένα ισχυρό και πειστικό επιχείρημα.

  3. No hay argumento que valga.
    (Δεν υπάρχει επιχείρημα που να μετράει.)
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι καμία δικαιολογία ή λόγος δεν είναι αποδεκτός.

  4. Hacer un argumento sólido.
    (Να κάνω ένα σταθερό επιχείρημα.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναγκαιότητα να υποστηριχθεί κάποιος λόγος με στέρεα στοιχεία.

Ετυμολογία

Η λέξη "argumento" προέρχεται από το λατινικό "argumentum," που σημαίνει "απόδειξη" ή "λογικό επιχείρημα."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - razonamiento (σκέψη) - prueba (απόδειξη) - justificación (δικαιολόγηση)

Αντώνυμα: - sinrazón (παραλογισμός) - incoherencia (ασυνέπεια) - confusión (σύγχυση)



22-07-2024