Adjetivo (επίθετο)
[ˈaɾisko]
Η λέξη "arisco" σημαίνει κάποιον ή κάτι που είναι δύσπιστο, επιφυλακτικό ή άγριο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή ζώα που δεν είναι φιλικά, αλλά και για καταστάσεις ή πράγματα που προκαλούν ανασφάλεια ή αντίσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση αυτής της λέξης είναι συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι μοιράζονται εμπειρίες ή παρατηρήσεις σχετικά με την ανθρώπινη ή ζώα συμπεριφορά.
Η γάτα είναι πολύ άγρια και δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει.
Su actitud arisca lo hizo parecer distante en la fiesta.
Η λέξη "arisco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν καταστάσεις επιφυλακτικότητας ή άγριας συμπεριφοράς.
Μην είσαι τόσο επιφυλακτικός με τους καινούριους.
Ella tiene un carácter arisco que asusta a los extraños.
Αυτή έχει μια άγρια προσωπικότητα που τρομάζει τους ξένους.
Los animales ariscos suelen ser difíciles de domesticar.
Τα άγρια ζώα είναι συχνά δύσκολα στην εξημέρωση.
A veces es mejor ser un poco arisco para protegerse.
Η λέξη "arisco" πιθανότατα προέρχεται από τη λατινική λέξη "ariscus", η οποία σχετίζεται με τη σκλήρυνση και την άγρια συμπεριφορά στα ζώα.
Συνώνυμα: - esquivo (αποφεύγων) - reservado (κρατημένος) - salvaje (άγριο)
Αντώνυμα: - acogedor (φιλοξενία) - amigable (φιλικός) - abierto (ανοιχτός)