Arma είναι ένα substativo (ουσιαστικό).
[ˈaɾ.ma]
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "arma" αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος όπλου ή οπλισμού. Χρησιμοποιείται ευρέως στους τομείς της στρατιωτικής ή νομικής ορολογίας, αλλά και σε γενικές συζητήσεις για προστασία ή επιθετικές ενέργειες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και δεν είναι σπάνιο να τη συναντήσουμε και σε προφορικό λόγο.
Los soldados llevan armas en la guerra.
(Οι στρατιώτες φέρουν όπλα στον πόλεμο.)
La ley prohíbe el uso de armas de fuego en público.
(Ο νόμος απαγορεύει τη χρήση πυροβόλων όπλων σε δημόσιους χώρους.)
Η λέξη "arma" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Arma de doble filo
(Όπλο με δύο κόψεις) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει διπλές συνέπειες, θετικές και αρνητικές.
Ejemplo: Usar las redes sociales puede ser un arma de doble filo.
(Η χρήση κοινωνικών δικτύων μπορεί να είναι ένα όπλο με δύο κόψεις.)
Armarse hasta los dientes
(Να οπλιστεί μέχρι τα δόντια) – Να είναι πολύ καλά εξοπλισμένος ή προετοιμασμένος.
Ejemplo: El ejército se armó hasta los dientes para la batalla.
(Ο στρατός οπλίστηκε μέχρι τα δόντια για τη μάχη.)
Arma secreta
(Μυστικό όπλο) – Να έχει έναν μυστικό στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ejemplo: La inteligencia fue su arma secreta en la contienda.
(Η πληροφορία ήταν το μυστικό του όπλο στη διαμάχη.)
Η λέξη "arma" προέρχεται από τα λατινικά "arma", που σημαίνει «όπλα» ή «εξοπλισμός».
Συνώνυμα: - armas (οπλισμός) - utensilios (εργαλεία)
Αντώνυμα: - paz (ειρήνη) - desarme (αφοπλισμός)