Η λέξη "armado" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /aɾˈmado/
Η λέξη "armado" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια κατάσταση ή διαδικασία όπου είναι παρόντα όπλα ή εξοπλισμός, είτε σε στρατιωτικό, είτε σε τεχνικό, είτε σε άλλο πλαίσιο. Στη γλώσσα των στρατοπέδων ή των μονάδων, καθώς και σε πολιτικές συζητήσεις, έχει συγκεκριμένες συνδηλώσεις. Στη γενική χρήση, η λέξη ενδέχεται να παρατηρηθεί σε αρκετές διαφορετικές καταστάσεις, όπως και στην καθημερινή γλώσσα.
Η χρήση της είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό.
"Η συναρμολόγηση του σχεδίου άμυνας ήταν κρίσιμη για την επιτυχία της αποστολής."
"El ejército realizó el armado de sus tropas en la frontera."
"Ο στρατός πραγματοποίησε τον οπλισμό των δυνάμεών του στα σύνορα."
"El proyecto requiere un cuidadoso armado de los componentes."
Η λέξη "armado" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποια παραδείγματα που δείχνουν την χρήση της σε πιο χαλαρές μορφές.
"Πρέπει να είσαι οπλισμένος αν θέλεις να σε παίρνουν στα σοβαρά."
"estar armado hasta los dientes"
"Ο άντρας ήρθε στο πάρτι οπλισμένος μέχρι τα δόντια."
"aguantar el armado"
Η λέξη "armado" προέρχεται από το ρήμα "armar", που σημαίνει "οπλίζω" ή "συναρμολογώ". Στην ισπανική γλώσσα, το "armar" σχετίζεται ευθέως με τη διαδικασία οπλοποίησης ή την κατασκευή.
Συνώνυμα: - Oplismo - Equipamiento
Αντώνυμα: - Desarme - Desmantelamiento