Armadura είναι ουσιαστικό, θηλυκού γένους.
/armáðuɾa/
Η λέξη armadura χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε διάφορες έννοιες, κυρίως σε πλαισιώσεις ή υποστηρίγματα, αλλά και σε στρατιωτικούς όρους όπως είναι η πανοπλία. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών σε πολλούς τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η μηχανική και οι στρατιωτικές σπουδές. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνότερα στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η πανοπλία του ιππότη ήταν πολύ βαριά.
Necesitamos una armadura adecuada para la construcción del puente.
Χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο στήριγμα για την κατασκευή της γέφυρας.
La armadura de la casa no soporta más peso.
Η λέξη armadura εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αποδίδουν διαφορετικά νοήματα:
(Να έχεις μια συναισθηματική πανοπλία.)
Ponerse la armadura.
(Να βάλεις την πανοπλία σου.)
Armadura de defensa.
Η λέξη armadura προέρχεται από την ισπανική λέξη arma, που σημαίνει «όπλο», και με την κατάληξη -dura, που προέρχεται από το λατινικό durare, που σημαίνει «να διαρκεί».
Συνώνυμα: - Estructura (δομή) - Soporte (στήριγμα) - Revestimiento (επικάλυψη)
Αντώνυμα: - Fragilidad (ευθραυστότητα) - Debilidad (αδυναμία) - Desprotección (έλλειψη προστασίας)