Η λέξη «armamento» αναφέρεται σε όλα τα όπλα και τα στρατιωτικά μέσα που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή πολέμου ή άμυνας. Χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά πλαίσια, αλλά και σε πιο γενικές αναφορές σχετικά με τον τεχνικό εξοπλισμό σε διάφορες καταστάσεις.
Ο εξοπλισμός του στρατού είναι κρίσιμος για την άμυνα της χώρας.
El armamento nuclear es un tema candente en la política internacional.
Η πυρηνική αρμάτωμα είναι ένα καυτό θέμα στην διεθνή πολιτική.
Los avances en el armamento están cambiando la naturaleza de la guerra moderna.
Η λέξη «armamento» χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε στρατιωτικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Ο βαρύς εξοπλισμός είναι ουσιώδης σε παρατεταμένες συγκρούσεις.
La carrera de armamento entre las potencias es peligrosa para la paz mundial.
Η κούρσα των όπλων μεταξύ των δυνάμεων είναι επικίνδυνη για την παγκόσμια ειρήνη.
Su armamento incluye tecnología avanzada que supera a sus enemigos.
Ο εξοπλισμός του περιλαμβάνει προηγμένη τεχνολογία που ξεπερνά τους εχθρούς του.
El armamento ligero permite a las tropas moverse con mayor rapidez.
Ο ελαφρύς εξοπλισμός επιτρέπει στις δυνάμεις να κινούνται με περισσότερη ταχύτητα.
El desarme es un objetivo de muchas negociaciones internacionales sobre armamento.
Η λέξη «armamento» προέρχεται από το λατινικό «armamentum», που σημαίνει «οπλισμός» και σχετίζεται με τη ρίζα «arma», που σημαίνει «όπλα» ή «εργαλεία» στον λατινικό κόσμο.
arsenal (οπλοστάσιο)
Αντώνυμα: