Ρήμα
/armáɾse/
Η λέξη "armarse" στα Ισπανικά σημαίνει "να οπλιστεί", αναφερόμενη κυρίως στην ενέργεια του να εξοπλιστείς με όπλα ή σε μια μεταφορική έννοια για να προετοιμαστείς για μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικές συζητήσεις, αλλά και σε προφορικό και γραπτό λόγο στο πλαίσιο της προετοιμασίας για κάποια πρόκληση ή σύγκρουση. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε στρατιωτικά και πολιτικά πλαίσια.
Los soldados deben armarse antes de la batalla.
(Οι στρατιώτες πρέπει να οπλιστούν πριν την μάχη.)
Es importante armarse de valor para afrontar los desafíos.
(Είναι σημαντικό να συγκεντρώσεις θάρρος για να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις.)
Η λέξη "armarse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Armarse hasta los dientes
(Οπλίσου μέχρι τα δόντια) – σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ καλά εξοπλισμένος ή προετοιμασμένος.
Ejemplo: El equipo se armó hasta los dientes para el juego.
(Η ομάδα οπλίστηκε μέχρι τα δόντια για τον αγώνα.)
Armarse de paciencia
(Οπλίσου με υπομονή) – να είσαι υπομονετικός.
Ejemplo: Tendrás que armarte de paciencia para resolver estos problemas.
(Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή για να λύσεις αυτά τα προβλήματα.)
Armarse en un buen plan
(Οπλίσου με ένα καλό σχέδιο) – να προετοιμαστείς καλά.
Ejemplo: Antes de viajar, es fundamental armarse en un buen plan.
(Πριν από το ταξίδι, είναι θεμελιώδες να προετοιμαστείς με ένα καλό σχέδιο.)
Η λέξη "armarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "arma", που σημαίνει "όπλο", και το ρηματικό επίθημα "-se", που υποδεικνύει μια αυτο-κατευθυνόμενη ενέργεια. Στο σύνολό της, η λέξη υποδηλώνει την πράξη του να εξοπλίζεσαι ή να προετοιμάζεσαι μόνος σου.
Συνώνυμα:
- equiparse (να εξοπλιστείς)
- prepararse (να προετοιμαστείς)
Αντώνυμα:
- desarmarse (να απογαλακτιστείς ή να ξε вооружει)
- desprotección (έλλειψη προστασίας)