Ρήμα
/aɾmo.niˈθaɾ/
Η λέξη "armonizar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη της δημιουργίας αρμονίας ή συγχρονισμού μεταξύ διαφορετικών στοιχείων. Στον τομέα της μουσικής, αναφέρεται ειδικά στη διαδικασία της δημιουργίας αρμονικών δομών ή στη συγχώνευση διαφορετικών μελωδιών. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε μουσικά πλαίσια ή σε συζητήσεις που αφορούν τον πολιτισμό και την τέχνη.
(Η δουλειά των μουσικών είναι να αρμονίζουν τις διαφορετικές μελωδίες.)
El arquitecto trató de armonizar el diseño del edificio con el entorno.
Η λέξη "armonizar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Es importante armonizar ideas en un proyecto de grupo.
(Είναι σημαντικό να συνδυάζουμε ιδέες σε ένα ομαδικό έργο.)
Armonizar el trabajo y la vida personal
Debemos aprender a armonizar el trabajo y la vida personal para ser más felices.
(Πρέπει να μάθουμε να ισορροπούμε τη δουλειά και την προσωπική μας ζωή για να είμαστε πιο ευτυχισμένοι.)
Armonizar emociones
Η λέξη "armonizar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "harmonia", που σημαίνει "αρμονία". Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία προσέγγισης και συνεργασίας για την επίτευξη μιας αρμονικής κατάστασης.
Συνώνυμα:
- Sincronizar (συγχρονίζω)
- Alinear (ευθυγραμμίζω)
- Concordar (συμφωνώ)
Αντώνυμα:
- Desarmonizar (δεν αρμονίζω)
- Desincronizar (αποσυγχρονίζω)
- Divergir (διαφέρουν)