Το "arquear" είναι ρήμα.
/ar.ˈkwe.aɾ/
Η λέξη "arquear" σημαίνει να δώσει σχήμα σε κάτι, συνήθως να γίνει καμπυλωτό ή λυγισμένο. χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικές διαδικασίες, όπως το να αρχίσει να καμπυλώνεται ένα αντικείμενο ή να αλλάξουν οι κινήσεις ενός σώματος. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιγραφές φυσικών κινήσεων.
El árbol comenzó a arquear sus ramas hacia el sol.
(Το δέντρο άρχισε να καμπυλώνει τα κλαδιά του προς τον ήλιο.)
Durante el ejercicio, debes arquear la espalda correctamente para evitar lesiones.
(Κατά τη διάρκεια της άσκησης, πρέπει να λυγίσεις την πλάτη σωστά για να αποφύγεις τραυματισμούς.)
Η λέξη "arquear" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει χρήση σε περιγραφές φυσικών κινήσεων ή συμπεριφορών.
Al arquear las cejas, demostró su sorpresa.
(Με το να καμπυλώσει τα φρύδια του, εξέφρασε την έκπληξή του.)
Él siempre arqueará su espalda al reír.
(Πάντα θα λυγίζει την πλάτη του όταν γελάει.)
La puerta se arqueó debido al calor.
(Η πόρτα λύγισε λόγω της ζέστης.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό “arcāre”, που σημαίνει να κάμψεις ή να αμαυρώσεις.
Συνώνυμα: - curvar - doblar
Αντώνυμα: - estirar - allanar