Η λέξη "arraigado" σημαίνει κάτι που είναι βαθιά ριζωμένο ή εγκατεστημένο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συναισθήματα, πεποιθήσεις ή παραδόσεις που είναι ισχυρά ενσωματωμένα σε ένα άτομο ή μια κοινότητα. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά γραπτά σε επίσημα κείμενα ή ακαδημαϊκές αναλύσεις.
Οι οικογενειακές αξίες είναι ριζωμένες στην κουλτούρα μας.
Este sentimiento de pertenencia está arraigado en su identidad.
Η λέξη "arraigado" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά ή πτυχές που είναι πολύ εδραιωμένες.
Οι πεποιθήσεις της είναι τόσο παγιωμένες που δεν τις αμφισβητεί.
La tradición está arraigada en generaciones anteriores.
Η παράδοση είναι ριζωμένη σε προηγούμενες γενιές.
Muchos valores deben estar arraigados en la educación.
Πολλές αξίες θα πρέπει να είναι ριζωμένες στην εκπαίδευση.
La conexión con la tierra está arraigada en su forma de vida.
Η λέξη "arraigado" προέρχεται από το ουσιαστικό "raíz" (ρίζα), που αναφέρεται στη ρίζα ενός φυτού ή δέντρου. Το "arraigar" σημαίνει "να ριζώσει" ή "να εγκατασταθεί".
Συνώνυμα: - Enraizado - Establecido - Profundo
Αντώνυμα: - Desarraigado - Efímero - Superficial
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τη λέξη "arraigado" σε βάθος, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τη χρήση, την ετυμολογία, τις ιδιωματικές εκφράσεις και τις σχέσεις της με άλλες λέξεις.