arraigar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

arraigar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "arraigar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/araɪˈɣaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "arraigar" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη διαδικασία του να ριζώνεις κάτι, είτε κυριολεκτικά (όπως τα φυτά) είτε μεταφορικά (όπως ιδέες ή συναισθήματα). Στην ισπανική γλώσσα, είναι συνήθως συχνή και μπορεί να εμφανίζεται εξίσου σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικά ή νομικά πλαίσια, όπου αναφέρεται στην εγκαθίδρυση ή την εδραίωση δικαιωμάτων ή ιδεών.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante arraigar los valores en los niños desde una edad temprana.
    (Είναι σημαντικό να ριζώσουμε τις αξίες στα παιδιά από μικρή ηλικία.)

  2. Los árboles necesitan tiempo para arraigar en la tierra.
    (Τα δέντρα χρειάζονται χρόνο για να ριζώσουν στη γη.)

  3. El acuerdo busca arraigar la paz en la región.
    (Η συμφωνία στοχεύει στο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη στην περιοχή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "arraigar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που την περιλαμβάνουν:

  1. Arraigar en la cultura
    (Ριζώνω στην κουλτούρα)
    → La música tradicional debe arraigar en la cultura local.
    (Η παραδοσιακή μουσική πρέπει να ριζώσει στην τοπική κουλτούρα.)

  2. Arraigar raíces
    (Ριζώνω ρίζες)
    → Es fundamental arraigar raíces en la comunidad para el desarrollo social.
    (Είναι θεμελιώδους σημασίας να ριζώσουμε ρίζες στην κοινότητα για την κοινωνική ανάπτυξη.)

  3. Arraigar una idea
    (Ριζώνω μια ιδέα)
    → Se necesita tiempo para arraigar una idea en la mente de la gente.
    (Χρειάζεται χρόνος για να ριζώσει μια ιδέα στο μυαλό των ανθρώπων.)

Ετυμολογία

Η λέξη "arraigar" προέρχεται από το ισπανικό "raíz" που σημαίνει "ρίζα", το οποίο προέρχεται από την λατινική λέξη "radix". Η ρίζα της λέξης υποδηλώνει την σύνδεση και την σταθερότητα που απαιτείται για την εγκαθίδρυση ή την κατοχύρωση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - fijar - establecer - afianzar

Αντώνυμα: - desarraigar - quitar - extraer



23-07-2024