Το "arraigarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ara.iˈɣaɾ.se/
Η λέξη "arraigarse" σημαίνει την διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή ένα πράγμα αποκτά ρίζες ή εγκαθίσταται σε κάποιον τόπο ή σε μια κατάσταση. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την διαδικασία της προσαρμογής και της ανάπτυξης στενών σχέσεων με το περιβάλλον ή τη δημιουργία συναισθηματικού δεσμού με έναν τόπο.
Η χρήση της λέξης "arraigarse" είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικότερα σε θέματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την πολιτισμική ταυτότητα και την κοινωνική ένταξη.
"Πολλοί μετανάστες ριζώνουν στις πόλεις όπου ζουν."
"Es importante que los jóvenes se arraiguen en su cultura."
Η λέξη "arraigarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς:
"Να ριζώσεις στην κοινότητα."
Σημαίνει ότι κάποιος γίνεται ενεργό μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει.
"Arraigarse a la tierra"
"Να ριζώσεις στη γη."
Υποδηλώνει μια βαθιά σύνδεση με τη γενέτειρα ή τον τόπο καταγωγής.
"Se ha arraigado en su nuevo trabajo"
"Έχει ριζώσει στη νέα του δουλειά."
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει προσαρμοστεί και αισθάνεται άνετα στη νέα του θέση εργασίας.
"Es tiempo de arraigarse en nuestras tradiciones."
"Είναι καιρός να ριζώσουμε στις παραδόσεις μας."
Σημαίνει να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τις πολιτισμικές μας παραδόσεις.
"El amor se arraiga con el tiempo."
Η λέξη "arraigarse" προέρχεται από τη λέξη "raíz," που σημαίνει "ρίζα" στα Ισπανικά, συνδεόμενη με την έννοια της ανάπτυξης και της εγκαθίδρυσης.
Συνώνυμα:
- enraizar (ριζώνω)
- establecerse (εικάζεται, καθιερώνεται)
- fijarse (σταθεροποιούμαι)
Αντώνυμα:
- desarraigarse (αποδαφίζομαι, χάνω τις ρίζες μου)
- irse (φεύγω)
- desvincularse (αποσυνδέομαι)