Το "arraigo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [aˈraɪɡo]
Η λέξη "arraigo" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διαδικασία με την οποία ένα άτομο συνδέεται ή ριζώνει σε ένα μέρος ή κοινότητα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον τομέα του δικαίου, ειδικά σε θέματα μετανάστευσης, όπου αναφέρεται σε άτομα που έχουν μόνιμη διαμονή ή εξουσιοδότηση να διαμένουν σε μια χώρα.
Η χρήση του "arraigo" είναι σχετική και ποικιλόμορφη, με μεγαλύτερη συχνότητα σε επίσημα νομικά κείμενα και γραπτά, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
"El arraigo de los inmigrantes en esta comunidad es muy fuerte."
(Η ριζοσπαστική σύνδεση των μεταναστών σε αυτήν την κοινότητα είναι πολύ ισχυρή.)
"Para obtener la residencia, es necesario demostrar el arraigo en el país."
(Για να αποκτήσεις τη μόνιμη διαμονή, είναι απαραίτητο να αποδείξεις την καθήλωση στη χώρα.)
Ο όρος "arraigo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ιδέα του ριζώματος και της σταθερής σύνδεσης με μια τοποθεσία ή κοινότητα.
"Tener arraigo en el país es fundamental para la estabilidad."
(Να έχεις ρίζωμα στη χώρα είναι θεμέλιος λίθος για τη σταθερότητα.)
"El arraigo cultural es importante para mantener nuestras tradiciones."
(Η πολιτιστική ρίζα είναι σημαντική για να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας.)
"El arraigo familiar contribuye al bienestar emocional."
(Η οικογενειακή σύνδεση συμβάλλει στο συναισθηματικό ευ ζην.)
Η λέξη "arraigo" προέρχεται από το ρήμα "arraigar", που σημαίνει να ριζώνει ή να γίνει μέρος κάποιου τόπου.