Arrancador είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [a.ran.kaˈðor]
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη arrancador χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια συσκευή ή μηχανισμό που ξεκινά ή ενεργοποιεί μια λειτουργία, όπως την εκκίνηση ενός κινητήρα ή μιας ηλεκτρονικής συσκευής. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά πλαίσια, όπως η ηλεκτρολογία και η αυτοκινητολογία. Συχνά εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε τεχνικές συζητήσεις.
El arrancador del coche no funciona correctamente.
Ο εκκινητής του αυτοκινήτου δεν λειτουργεί σωστά.
Necesitamos un arrancador para encender la máquina.
Χρειαζόμαστε έναν εκκινητή για να ανάψουμε τη μηχανή.
El arrancador electrónico es muy eficiente.
Ο ηλεκτρονικός εκκινητής είναι πολύ αποδοτικός.
Η λέξη arrancador δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο οι συνδυασμοί της με άλλες λέξεις μπορούν να δημιουργήσουν ενδιαφέροντες τρόπους έκφρασης. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις:
Sin un buen arrancador, el motor no arranca.
Χωρίς έναν καλό εκκινητή, ο κινητήρας δεν ανάβει.
El arrancador de ideas puede iniciar un gran proyecto.
Ο εκκινητής ιδεών μπορεί να ξεκινήσει ένα μεγάλο έργο.
Usa un arrancador manual si la electricidad se corta.
Χρησιμοποίησε έναν χειροκίνητο εκκινητή αν κοπεί το ρεύμα.
El arrancador suave evita daños en el motor.
Ο ήπιος εκκινητής αποτρέπει ζημιές στον κινητήρα.
Η λέξη arrancador προέρχεται από το ρήμα arrancar, που σημαίνει "να τραβήξει" ή "να ξεκινήσει", με το σχηματισμό που προσθέτει το επίθημα -dor, που υποδεικνύει έναν παράγοντα ή συσκευή που ενεργεί.
Iniciador (ξεκινώντας)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης arrancador και των χρήσεών της στη γλώσσα Ισπανικά.