Ρήμα
/aranˈkaɾ/
Η λέξη "arrancar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να μηχανολογικά ή φυσικά ξεριζώνεις κάτι ή να αποσπάς κάτι από τη θέση του. Επίσης, μπορεί να σημαίνει την έναρξη μιας διαδικασίας ή γεγονότος. Είναι μια αρκετά συχνή λέξη, που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El jardinero tuvo que arrancar las malas hierbas.
Ο κηπουρός έπρεπε να ξεριζώσει τα ζιζάνια.
Voy a arrancar el motor del coche.
Θα αρχίσω τη μηχανή του αυτοκινήτου.
A veces, hay que arrancar de raíz los problemas.
Μερικές φορές, πρέπει να ξεριζώσουμε τα προβλήματα από τη ρίζα.
Η λέξη "arrancar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Arrancar de risa
Σημαίνει "να ξεσπάσεις σε γέλια".
Ejemplo: La broma fue tan graciosa que nos arrancó de risa.
Η πλάκα ήταν τόσο αστεία που μας έκανε να ξεσπάσουμε σε γέλια.
Arrancar una sonrisa
Σημαίνει "να προκαλέσεις ένα χαμόγελο".
Ejemplo: Quería arrancar una sonrisa a mi amiga con un regalo.
Ήθελα να προκαλέσω ένα χαμόγελο στη φίλη μου με ένα δώρο.
Arrancar de raíz
Σημαίνει "να ξεριζώσεις από τη ρίζα".
Ejemplo: Necesitamos arrancar de raíz la corrupción en el país.
Χρειαζόμαστε να ξεριζώσουμε την διαφθορά στη χώρα.
Η λέξη "arrancar" προέρχεται από το λατινικό "renuncare", που σημαίνει "να αποδεχτείς" ή "να εγκαταλείψεις". Η ρίζα "ranc" σχετίζεται με την έννοια του "συγκινώ" ή "χώρος", που μεταφέρθηκε στην ιδέα του να αποσπάσεις ή να ξεριζώσεις.
Συνώνυμα:
- extraer (να εξαγάγεις)
- quitar (να αφαιρέσεις)
- desarraigar (να ξεριζώσεις)
Αντώνυμα:
- plantar (να φυτέψεις)
- incorporar (να ενσωματώσεις)
- fijar (να στερεώσεις)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "arrancar" στην ισπανική γλώσσα.