Το "arrancarse" είναι ρήμα και ανήκει στην κατηγορία των ανακλαστικών ρημάτων (ρίζα "arrancar").
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /a.ranˈkaɾ.se/
Στα Ισπανικά, το "arrancarse" χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει την κίνηση ή την ενέργεια του να αφαιρεθεί κάτι ή να ξεριζωθεί. Μπορεί να αναφέρεται και σε συναισθηματικές ή ψυχολογικές καταστάσεις, όπως να εκφράσεις έντονα συναισθήματα ή να δείξεις αποφασιστικότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στις καθημερινές συνομιλίες.
"Αυτή αποφάσισε να ξεριζώσει τα μαλλιά της."
"Juan se arrancó el miedo antes de hablar en público."
"Ο Χουάν απομάκρυνε τον φόβο του πριν μιλήσει δημόσια."
"Es mejor arrancarse de una situación tóxica."
Η λέξη "arrancarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Όταν άκουσε το τραγούδι, άρχισε ξαφνικά να τραγουδά."
"Arrancarse de risa"
"Η φάρσα ήταν τόσο καλή που όλοι μας γελούσαμε δυνατά."
"Arrancarse un diente"
Η λέξη "arrancar" προέρχεται από το λατινικό "arrantare," που σημαίνει "να τραβήξεις" ή "να ξεριζώσεις."
Συνώνυμα: - desarraigar (να ξεριζώσω) - extraer (να αφαιρέσω) - quitar (να βγάλω)
Αντώνυμα: - plantar (να φυτέψω) - instalar (να εγκαταστήσω)