Το "arranchar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aranˈt͡ʃaɾ/
Η λέξη "arranchar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της αρπαγής ή της αποσύνθεσης κάποιου από το φυσικό του ή προσδιορισμένο μέρος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με καθημερινές καταστάσεις που περιέχουν άμεση αλληλεπίδραση ή δράση. Οι συχνότητες χρήσης μπορεί να διαφέρουν, αλλά έχει μια μεσαία προς υψηλή χρήση σε προφορικές καταστάσεις.
"Αποφάσισε να αρπάξει τον δίσκο του φίλου του χωρίς να ζητήσει άδεια."
"El ladrón intentó arranchar mi bolso en la calle."
Η λέξη "arranchar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
"Θέλω να αρπάξω μια στιγμή χαράς."
"Arranchar el control"
"Αυτή προσπάθησε να κρατήσει τον έλεγχο της συνάντησης."
"No arranchas las cosas de otros"
Η λέξη "arranchar" προέρχεται από τη λέξη "rancho", που στα Ισπανικά σημαίνει μικρή κτηνοτροφική μονάδα ή κτήμα. Η σύνθεση της λέξης συνδυάζει την έννοια της αφαίρεσης με την αίσθηση της επαφής ή της σφοδρότητας.
Συνώνυμα: - Arrebatar (να αποσπάσει) - Robar (να κλέψει)
Αντώνυμα: - Dejar (να αφήσει) - Regalar (να δωρίσει)
Αυτές οι πληροφορίες για το "arranchar" περιγράφουν εκτενώς τη χρήση και την έννοια της λέξης στη γλώσσα Ισπανικά.