Η λέξη "arrasado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [araˈsaðo]
Η λέξη "arrasado" προέρχεται από το ρήμα "arrasar", το οποίο σημαίνει "να καταστρέφω" ή "να ισοπεδώνω". Σημαίνει κάποιον ή κάτι που έχει υποστεί σοβαρή ζημιά ή έχει χαθεί. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε καταστροφή, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο όταν περιγράφουμε καταστάσεις ή γεγονότα που έχουν επιφέρει απώλεια ή νίκη.
Το σπίτι καταστράφηκε από τον κυκλώνα.
Después de la guerra, la ciudad quedó arrasada.
Μετά τον πόλεμο, η πόλη παρέμεινε καταστραμμένη.
Se sintió arrasado por la noticia de la ruptura.
Η λέξη "arrasado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις ή εκφράσεις στα Ισπανικά:
Να είσαι καταστραμμένος από τα χρέη.
Sentirse arrasado por la presión del trabajo.
Να νιώθεις καταστραμμένος από την πίεση της δουλειάς.
El equipo quedó arrasado en el torneo.
Η ομάδα κατέρρευσε στο τουρνουά.
La economía está arrasada por la crisis.
Η οικονομία είναι κατεστραμμένη από την κρίση.
Se fue arrasado emocionalmente después de la pérdida.
Η λέξη "arrasado" προέρχεται από το ρήμα "arrasar", που ετυμολογείται από το λατινικό "rasare", το οποίο σημαίνει "να ξύσω" ή "να ισοπεδώσω".
Συνώνυμα: - Devastado (κατεστραμμένος) - Destruido (καταστραμμένος)
Αντώνυμα: - Reconstruido (ανακατασκευασμένος) - Fortalecido (ενισχυμένος)