Το "arrasar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [araˈsaɾ]
Η λέξη "arrasar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών με την έννοια του να ισοπεδώνει ή να καταστρέφει κάτι εντελώς. Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε φυσικές καταστροφές ή σε επιχειρήσεις που καταστρέφουν τον ανταγωνισμό. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
La tormenta arrasó toda la costa.
(Η καταιγίδα ισοπέδωσε ολόκληρη την ακτή.)
Las obras del nuevo edificio arrasaron con el antiguo parque.
(Οι εργασίες του νέου κτιρίου κατέστρεψαν το παλιό πάρκο.)
Η λέξη "arrasar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ayer en el partido, nuestro equipo arrasó con todo.
(Χθες στον αγώνα, η ομάδα μας κατέστρεψε τα πάντα.)
Arrasar en las ventas: να έχει τεράστια επιτυχία στις πωλήσεις.
La nueva película ha arrasado en las ventas de taquilla.
(Η νέα ταινία έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία στις πωλήσεις εισιτηρίων.)
Arrasar a alguien: να νικήσει κάποιον απολύτως ή καταθλιπτικά.
Η λέξη "arrasar" προέρχεται από το λατινικό "rasare", που σημαίνει "αφαιρώ, ισοπεδώνω".
Συνώνυμα: - destruir (καταστρέφω) - aniquilar (αφανίζω)
Αντώνυμα: - construir (κατασκευάζω) - preservar (διατηρώ)