Η λέξη "arrastrado" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ονομαστικό όταν αναφέρεται σε κάποια μορφή ανθρώπου ή συμπεριφοράς.
/araˈstɾaðo/
Η λέξη "arrastrado" προέρχεται από το ρήμα "arrastrar", που σημαίνει "να σύρεις" ή "να τραβήξεις". Σημαίνει κάποιον που έχει αναγκαστεί να υποταχθεί ή που είναι μειωμένος σε αξία ή υποταγμένος σε άλλους. Στον προφορικό λόγο, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που θεωρούνται αδύναμα ή ντροπαλά, αλλά και σε πιο αρνητική έννοια για κάποιον που είναι υποτακτικός ή χωρίς αυτοεκτίμηση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε πιο ανεπίσημο πλαίσιο.
"Μην είσαι σέρνοντας, υπερασπίσου τις απόψεις σου."
"El arrastrado que solo sigue a los poderosos no merece respeto."
"Ο σέρνοντας που ακολουθεί μόνο τους ισχυρούς δεν αξίζει σεβασμό."
"Me siento arrastrado por la presión de mis compañeros."
Η λέξη "arrastrado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Μην σέρνεσαι για κανέναν, είσαι καλύτερος από αυτό."
"Su actitud arrastrada le costó muchas oportunidades."
"Η σέρνοντα στάση του του κόστισε πολλές ευκαιρίες."
"Siempre ha sido arrastrado por las modas, sin tener su propio estilo."
"Πάντα σέρνεται από τις μόδες, χωρίς να έχει το δικό του στυλ."
"No dejes que te arrastren, sigue tu camino."
"Μην αφήσεις να σε σέρνουν, ακολούθησε τον δρόμο σου."
"El arrastrado social que siempre busca aprobación."
Η λέξη "arrastrado" προέρχεται από το ρήμα "arrastrar", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "rastrare", που σημαίνει "να σύρεις".
Συνώνυμα: - Suministrado (παροπλισμένος) - Sumiso (υποτακτικός)
Αντώνυμα: - Firme (σταθερός) - Independiente (αυτόνομος)