Το "arrastrar" είναι ρήμα.
[araˈstɾaɾ]
Η λέξη "arrastrar" σημαίνει τη δράση του να σύρει κάτι ή να το μεταφέρει με ρυμούλκηση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη φυσική μετακίνηση αντικειμένων, καθώς και μεταφορά συναισθημάτων ή καταστάσεων. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με αναλογία που ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο.
Los niños arrastrar sus juguetes por el suelo.
(Τα παιδιά σύρουν τα παιχνίδια τους στο πάτωμα.)
Ella tuvo que arrastrar la caja pesada hasta la puerta.
(Αυτή έπρεπε να σύρει το βαρύ κουτί μέχρι την πόρτα.)
No me gusta arrastrar problemas del pasado.
(Δεν μου αρέσει να σέρνω προβλήματα του παρελθόντος.)
Η λέξη "arrastrar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που προσδίδουν διαφορετικές έννοιες.
Arrastrar los pies
(Σέρνω τα πόδια μου) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν αργό ή κουρασμένο βηματισμό.
Ejemplo: "Después de un largo día, llegué a casa arrastrando los pies."
(Μετά από μια μακρά μέρα, έφτασα στο σπίτι σέρνοντας τα πόδια μου.)
Arrastrar a alguien a algo
(Σέρνω κάποιον σε κάτι) - σημαίνει να αναγκάσεις κάποιον να συμμετάσχει σε κάτι.
Ejemplo: "No quiero arrastrar a mi amigo a esta pelea."
(Δεν θέλω να σέρνω τον φίλο μου σε αυτή τη διαμάχη.)
Arrastrar la fama
(Σέρνω τη φήμη) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει το βάρος της φήμης ή των προσδοκιών.
Ejemplo: "Desde su éxito, arrastra la fama a donde va."
(Από την επιτυχία του, σέρνει τη φήμη όπου κι αν πάει.)
Η λέξη "arrastrar" προέρχεται από το λατινικό "adtractare," που σημαίνει "σύρω προς". Το "a-" δηλώνει κατεύθυνση, ενώ το "tractare" σχετίζεται με τη δράση της μεταφοράς.
Συνώνυμα: - Tirar (Ρίχνω) - Llevar (Φέρνω)
Αντώνυμα: - Soltar (Αφήνω) - Liberar (Απελευθερώνω)