Arrastrarse είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /a.raˈstɾaɾ.se/
Η λέξη arrastrarse σημαίνει να κινείσαι με τρόπο που σε αναγκάζει να αγγίζεις την επιφάνεια του εδάφους ή μιας άλλης επιφάνειας, συνήθως με την κοιλιά ή τα χέρια. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κίνηση κάποιου ή κάποιου πράγματος που σέρνεται ή συρρικνώνεται. Εμφανίζεται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Él tuvo que arrastrarse para salir de la cueva.
(Αυτός έπρεπε να συρθεί για να βγει από τη σπηλιά.)
Los niños se arrastran por el suelo mientras juegan.
(Τα παιδιά σέρνονται στο πάτωμα ενώ παίζουν.)
El perro se arrastró hacia su dueño.
(Ο σκύλος σύρθηκε προς τον ιδιοκτήτη του.)
Η λέξη arrastrarse χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστάσεις ή συναισθήματα.
"Arrastrarse por los suelos" σημαίνει να αισθάνεσαι πολύ ταπεινωμένος.
Είναι difícil vivir después de arrastrarse por los suelos.
(Είναι δύσκολο να ζεις μετά από μια τέτοια ταπείνωση.)
"Arrastrarse detrás de alguien" σημαίνει να ακολουθείς κάποιον με υπερατλαντική αφοσίωση.
Ella se arrastró detrás de su amante sin cuestionarlo.
(Αυτή σέρνονταν πίσω από τον εραστή της χωρίς να το αμφισβητεί.)
"Arrastrarse por la vida" σημαίνει να ζεις μια ζωή χωρίς κίνητρα ή στόχους.
No puedo soportar arrastrarme por la vida así.
(Δεν μπορώ να αντέξω να σέρνομαι στη ζωή έτσι.)
Η λέξη arrastrarse προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "rastra", που σημαίνει "σέρνω" ή "σύρεται". Η προθέση "a-" συντηρεί την έννοια της κατεύθυνσης σε αυτή την κίνηση.
Συνώνυμα: - Desplazarse (μεταφέρομαι) - Arrastrar (σερίνω)
Αντώνυμα: - Levantarse (σηκώνομαι) - Elevarse (υψώνομαι) - Caminar (περπατώ)