Ρήμα
/areβaˈtaɾse/
Η λέξη "arrebatarse" προέρχεται από τη ρίζα "arrebatar", που σημαίνει να αφαιρείς ή να αρπάζεις κάτι με δύναμη. Στη σημασιολογία της, αναφέρεται κυρίως σε μια ξαφνική και έντονη εκδήλωση συναισθημάτων ή δράσεων. Χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό και γραπτό λόγο αλλά με πιο αυξημένη συχνότητα σε ανεπίσημες ή ιδιωτικές συζητήσεις.
Αυτή ξεσπάθωσε όταν άκουσε την είδηση.
No puede arrebatársele el control de sus emociones.
Η λέξη "arrebatarse" έχει περιορισμένη χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές προτάσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικά νοήματα:
(Σημαίνει να χάνει κανείς τον έλεγχο λόγω θυμού.)
Arrebatarse en la fiesta.
(Χρησιμοποιείται για περιπτώσεις όπου κάποιος μπαίνει στον χορό ή στις δραστηριότητες της γιορτής με πάθος.)
Se arrebató al ver a su ex.
Η λέξη "arrebatar" προέρχεται από την ένωση του προθέματος "a-" και του ρήματος "rebatir" (απορρίπτω). Η χρήση του προθέματος ενισχύει την έννοια της έντονης αφαίρεσης ή του εκτροχιασμού.
Encolerizarse
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "arrebatarse" σε διάφορους τομείς της γλώσσας Ισπανικά.