Το "arreciar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "arreciar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /a.reˈθjaɾ/.
Ορισμένες μεταφράσεις του "arreciar" στα ελληνικά είναι: - εντείνω - δυναμώνω - επιδεινώνω
Η λέξη "arreciar" σημαίνει να επιδεινώνεται ή να εντείνεται κάτι, συχνά χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει την αύξηση της έντασης σε καιρικές συνθήκες ή καταστάσεις. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, γραπτό και προφορικό, αλλά συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, για να περιγράψει φαινόμενα ή καταστάσεις.
Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Las críticas a su actuación no dejaron de arreciar.
Η λέξη "arreciar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Να επιδεινωθεί η καταιγίδα.
La situación puede arreciar si no tomamos medidas.
Η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί αν δεν πάρουμε μέτρα.
El frío va a arreciar esta noche.
Η λέξη "arreciar" προέρχεται από το προθέμα "a-" και από τη λέξη "reciar," που σημαίνει "δυνατός" ή "ισχυρός."
Συνώνυμα: - aumentar (να αυξηθεί) - intensificar (να ενταθεί)
Αντώνυμα: - aminorar (να μειωθεί) - suavizar (να μαλακώσει)