Ρήμα
/ a.re.ˈɣlaɾ /
Η λέξη "arreglar" σημαίνει να διορθώνουμε, να επισκευάζουμε ή να τακτοποιούμε κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η επισκευή αντικειμένων ή η επίλυση προβλημάτων. Η χρήση της αυτού του ρήματος είναι συχνή και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, χωρίς προτίμηση σε κάποιο από τα δύο.
Προτάσεις:
- Necesito arreglar mi coche antes del viaje.
(Πρέπει να διορθώσω το αυτοκίνητό μου πριν το ταξίδι.)
Es momento de arreglar cuentas con mis amigos.
(Ήρθε η στιγμή να εκκαθαρίσω λογαριασμούς με τους φίλους μου.)
Arreglarse (reflexivo)
(Ετοιμάζομαι)
Tienes que arreglarte antes de ir a la fiesta.
(Πρέπει να ετοιμαστείς πριν πας στο πάρτι.)
Arreglar el asunto
(Λύνω το θέμα)
Η λέξη "arreglar" προέρχεται από το λατινικό "regulare", που σημαίνει "κανονίζω" ή "ρυθμίζω."
Συνώνυμα: - Acometer - Recomponer - Restablecer
Αντώνυμα: - Desarreglar - Deteriorar - Descomponer
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "arreglar" στη γλώσσα Ισπανικά.