Η λέξη "arreglito" είναι ουσιαστικό, πιθανώς υποκοριστικό ή παρατατικό, που προέρχεται από το ρήμα "arreglar".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "arreglito" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /a.reɣˈli.to/
Η λέξη "arreglito" μπορεί να μεταφραστεί ως: - "διορθωμένο" ή "συμμαζεμένο" - "μικρή διόρθωση" (στην πιο ιδιωματική χρήση)
Η λέξη "arreglito" χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη ισπανική γλώσσα. Σημαίνει κάτι που είναι διπλωμένο ή τακτοποιημένο ή υποδηλώνει μια μικρή ή ελαφριά διόρθωση. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ανεπίσημα συμφραζόμενα.
"Πρέπει να κάνω μια μικρή διόρθωση στο σπίτι."
"Ese arreglito en tu vestido se ve muy bonito."
"Αυτό το μικρό ράψιμο στο φόρεμά σου φαίνεται πολύ όμορφο."
"Solo necesita un arreglito para volver a funcionar."
"Voy a hacer un arreglito rápido en el coche."
"Tener un arreglito"
"Siempre tengo un arreglito en mi escritorio."
"Sacar un arreglito"
Η λέξη "arreglito" προέρχεται από το ρήμα "arreglar", το οποίο σημαίνει "διορθώνω" ή "τακτοποιώ". Το "-ito" αποτελεί κατάληξη που δηλώνει υποκοριστικό, δίνοντας έτσι την έννοια της μικρής ή ελαφριάς διόρθωσης.
Συνώνυμα: - "reparación" (επισκευή) - "modificación" (τροποποίηση)
Αντώνυμα: - "desarreglo" (αναταραχή) - "desorganización" (αναρχία)