Ρήμα.
[areʝaˈðaɾse]
Η λέξη "arrellanarse" αναφέρεται σε μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει το να σταθεί ή να καθίσει κάποιος με έναν άνετο και χαλαρωτικό τρόπο, συχνά αναφερόμενη σε μια διαδικασία όπου κάποιος προσπαθεί να αισθανθεί άνετα σε έναν χώρο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτές μορφές.
(Αυτή αναπαύθηκε στον καναπέ με ένα βιβλίο.)
"Después de un largo día, se arrellanó en la cama."
(Μετά από μια μεγάλη μέρα, αναπαύθηκε στο κρεβάτι.)
"Quiero arrellanarme en esta silla y descansar."
Η λέξη "arrellanarse" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εναρμονισμένες φράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
(Να αναπαυθείς και να απολαύσεις τη στιγμή.)
"Es bueno arrellanarse en un lugar cómodo."
(Είναι καλό να αναπαύεσαι σε ένα άνετο μέρος.)
"Siempre me gusta arrellanarme en la playa."
Η λέξη προέρχεται από την ισπανική ρίζα "rellanar" που σημαίνει να γεμίσει ή να ντύσει κάτι, υποδηλώνοντας μια διαδικασία άνεσης.
Αυτή η λέξη συνδυάζει έννοιες άνεσης και ξεκούρασης, γεγονός που την καθιστά χρήσιμη σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.