Το "arremeter" είναι ρήμα.
/fɛɾeˈmetɛɾ/
Η λέξη "arremeter" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια της επίθεσης ή της ορμητικής προσέγγισης σε κάποιον ή κάτι. Συνήθως υποδηλώνει μια έντονη ή βίαιη κίνηση. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κατανοητή και στον προφορικό λόγο.
El toro arremetió contra el matador.
(Ο ταύρος επιτέθηκε στον ταυρομάχο.)
La tormenta arremetió con fuerza en la costa.
(Η καταιγίδα ορμούσε με δύναμη στην ακτή.)
Arremeter con fuerza
(Επιτίθεμαι με δύναμη)
El equipo arremetió con fuerza en el segundo tiempo
(Η ομάδα επιτέθηκε με δύναμη στο δεύτερο ημίχρονο.)
Arremeter contra algo/alguien
(Επιτίθεμαι εναντίον κάποιου/κάτι)
El político arremetió contra sus oponentes durante el debate.
(Ο πολιτικός επιτέθηκε στους αντιπάλους του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.)
Arremeter a la carga
(Ορμάω για την επίθεση)
Después de la pausa, el ejército arremetió a la carga.
(Αφού πέρασε η παύση, ο στρατός όρμησε στην επίθεση.)
Η λέξη "arremeter" προέρχεται από την προγενέστερη ρωμαϊκή λέξη "remetere," που σημαίνει "να σπρώχνω πίσω" ή "να ξαναβάλω." Η σύνθεση της λέξης συνδέει τη ρίζα "re-" (πίσω) με το "metere" (να βάλω).
Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Asediar (πολεμώ) - Avanzar (προχωρώ)
Αντώνυμα: - Defender (αμύνομαι) - Retirarse (αποσύρομαι) - Evitar (αποφεύγω)