Η λέξη "arrendador" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /arrenˈðaðoɾ/.
Η λέξη "arrendador" αναφέρεται σε ένα άτομο ή οντότητα που ενοικιάζει ή εκμισθώνει κάποιο περιουσιακό στοιχείο, όπως ένα ακίνητο, σε άλλο άτομο (τον ενοικιαστή). Η χρήση της λέξης είναι συχνή στον τομέα της νομικής και των οικονομικών, ειδικά σε συμβάσεις ενοικίασης. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο.
Ο εκμισθωτής υπέγραψε τη σύμβαση ενοικίασης.
Si tienes problemas, habla con tu arrendador.
Στα ισπανικά, η λέξη "arrendador" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό, μπορεί να εμφανίζεται σε σχετικούς συμφραζόμενους.
Να είσαι καλός εκμισθωτής. (σημαίνει ότι ο εκμισθωτής είναι δίκαιος και ευγενικός στους ενοικιαστές.)
Conocer los derechos del arrendador.
Να γνωρίζεις τα δικαιώματα του εκμισθωτή. (σημαίνει ότι ένας εκμισθωτής πρέπει να είναι ενήμερος για τα νομικά του δικαιώματα.)
Derechos y obligaciones del arrendador.
Η λέξη "arrendador" προέρχεται από το ρήμα "arrendar", το οποίο σημαίνει "ενοικιάζω". Η ρίζα του "arrendar" μπορεί να αναχθεί στο λατινικό "arrendar" ή "reddere" που σημαινούν "επιστρέφω".
propietario (ιδιοκτήτης)
Αντώνυμα: