Arrendamiento είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ar.en.ðjem.en.to/
Η λέξη arrendamiento αναφέρεται σε μια νομική συμφωνία κατά την οποία ένα άτομο (ο εκμισθωτής) παραχωρεί τη χρήση περιουσίας ή άλλου αγαθού σε ένα άλλο άτομο (ο μισθωτής) για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σε αντάλλαγμα για πληρωμές (μίσθωμα). Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη διαχείριση ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό κείμενο.
Η μίσθωση του ακινήτου υπογράφηκε για μια περίοδο πέντε ετών.
Revisamos las condiciones del arrendamiento antes de firmar el contrato.
Η λέξη arrendamiento χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικούς και οικονομικούς τομείς, αλλά δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε μερικές φράσεις που την περιλαμβάνουν:
Αυτός ο όρος αναφέρεται στη νομική συμφωνία που καθορίζει τους όρους της μίσθωσης.
Plazo de arrendamiento
Αναφέρεται στη διάρκεια της μίσθωσης που έχει συμφωνηθεί από τα μέρη.
Arrendamiento financiero
Η λέξη arrendamiento προέρχεται από τη λατινική λέξη "arrendare" που σημαίνει "να παραχωρείς". Στο Ισπανικά, σχετίζεται με τον όρο arrendar, που αναφέρεται στη διαδικασία της ενοικίασης.
Συνώνυμα: - Leasing - Enoikía - Alquiler
Αντώνυμα: - Propiedad (ιδιοκτησία) - Adquisición (απόκτηση)