arrendamiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

arrendamiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Arrendamiento είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ar.en.ðjem.en.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη arrendamiento αναφέρεται σε μια νομική συμφωνία κατά την οποία ένα άτομο (ο εκμισθωτής) παραχωρεί τη χρήση περιουσίας ή άλλου αγαθού σε ένα άλλο άτομο (ο μισθωτής) για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σε αντάλλαγμα για πληρωμές (μίσθωμα). Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη διαχείριση ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό κείμενο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El arrendamiento de la propiedad se firmó para un período de cinco años.
  2. Η μίσθωση του ακινήτου υπογράφηκε για μια περίοδο πέντε ετών.

  3. Revisamos las condiciones del arrendamiento antes de firmar el contrato.

  4. Εξετάσαμε τους όρους της μίσθωσης πριν υπογράψουμε το συμβόλαιο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη arrendamiento χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικούς και οικονομικούς τομείς, αλλά δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε μερικές φράσεις που την περιλαμβάνουν:

  1. Contrato de arrendamiento
  2. Συμβόλαιο μίσθωσης
  3. Αυτός ο όρος αναφέρεται στη νομική συμφωνία που καθορίζει τους όρους της μίσθωσης.

  4. Plazo de arrendamiento

  5. Προθεσμία μίσθωσης
  6. Αναφέρεται στη διάρκεια της μίσθωσης που έχει συμφωνηθεί από τα μέρη.

  7. Arrendamiento financiero

  8. Χρηματοοικονομική μίσθωση
  9. Αυτή η φράση αναφέρεται σε μια μορφή μίσθωσης όπου ο μισθωτής αποκτά τη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου για μεγάλη διάρκεια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη arrendamiento προέρχεται από τη λατινική λέξη "arrendare" που σημαίνει "να παραχωρείς". Στο Ισπανικά, σχετίζεται με τον όρο arrendar, που αναφέρεται στη διαδικασία της ενοικίασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Leasing - Enoikía - Alquiler

Αντώνυμα: - Propiedad (ιδιοκτησία) - Adquisición (απόκτηση)



22-07-2024