Το "arrendar" είναι ρήμα.
/aˈrendɑɾ/
Η λέξη "arrendar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθεί στη διαδικασία ενοικίασης ή εκμίσθωσης ενός ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε νομικά και οικονομικά κείμενα.
"Voy a arrendar un apartamento en la ciudad."
"Θα ενοικιάσω ένα διαμέρισμα στην πόλη."
"Es importante arrendar discos con buenas condiciones."
"Είναι σημαντικό να εκμισθώνεις δίσκους με καλές προϋποθέσεις."
Η λέξη "arrendar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν, ωστόσο μπορεί να αποδοθεί σε ορισμένα πλαίσια.
"Arrendar a ciegas."
"Ενοικιάζω χωρίς να έχω δει το ακίνητο."
(Σημαίνει να ενοικιάζεις κάτι χωρίς προηγούμενη επιθεώρηση.)
"Una casa arrendada."
"Ένα ενοικιασμένο σπίτι."
(Αναφέρεται σε ένα ακίνητο που είναι υπό ενοικίαση.)
"Arrendar en lugar de comprar."
"Ενοικιάζω αντί να αγοράσω."
(Έκφραση που παραπέμπει στην επιλογή ενοικίασης αντί της αγοράς.)
Η λέξη "arrendar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "arrendare", το οποίο σημαίνει "να δίνω (κάτι) προς ενοικίαση".
Συνώνυμα: - alquilar (νοικιάζω) - ceder (παραχωρώ)
Αντώνυμα: - vender (πουλώ) - comprar (αγοράζω)