Ο όρος "arrendatario" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "arrendatario" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [aren̪daˈtaɾjo].
Η λέξη "arrendatario" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - Ενοικιαστής - Μισθωτής
Η λέξη "arrendatario" αναφέρεται σε ένα άτομο ή νομικό πρόσωπο που ενοικιάζει ή μισθώνει μια περιουσία (όπως ακίνητο ή άλλα αγαθά). Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο συμβολαίων μίσθωσης και ενοικίασης. Η συχνότητα χρήσης αυτής της λέξης είναι υψηλή, ειδικότερα σε νομικά και οικονομικά κείμενα, καθώς και σε προφορικούς διαλόγους που σχετίζονται με ενοικιαζόμενα ακίνητα.
Ο ενοικιαστής πρέπει να πληρώνει το ενοίκιο εγκαίρως.
Si el arrendatario no cumple con el contrato, puede ser desalojado.
Αν ο ενοικιαστής δεν τηρήσει τη σύμβαση, μπορεί να εκδιωχθεί.
El contrato establece los derechos del arrendatario.
Η λέξη "arrendatario" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα. Ακολουθούν παραδείγματα:
Να είσαι ένας υπεύθυνος ενοικιαστής.
El arrendatario tiene derecho a mejoras en la propiedad.
Ο ενοικιαστής έχει δικαίωμα σε βελτιώσεις στην ιδιοκτησία.
Asegúrate de que el arrendatario firme el contrato.
Βεβαιώσου ότι ο ενοικιαστής έχει υπογράψει τη σύμβαση.
El arrendatario debe notificar cualquier problema en la vivienda.
Η προέλευση της λέξης "arrendatario" έρχεται από το ρήμα "arrendar", που σημαίνει "να ενοικιάζω". Το "arrendatario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που λαμβάνει την ενοικίαση του ακινήτου.