Το "arrestar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /a.res'tar/
Το "arrestar" σημαίνει τη διαδικασία της σύλληψης ενός ατόμου από τις αστυνομικές αρχές. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και στο στρατό. Στα Ισπανικά, λέγεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά έγγραφα ή δημοσιεύσεις.
La policía decidió arrestar al sospechoso.
(Η αστυνομία αποφάσισε να συλλάβει τον ύποπτο.)
Es ilegal arrestar a alguien sin una orden judicial.
(Είναι παράνομο να συλλαμβάνεις κάποιον χωρίς δικαστική εντολή.)
En tiempos de guerra, es común arrestar a desertores.
(Σε καιρούς πολέμου, είναι συνηθισμένο να συλλαμβάνονται οι ερηνιστές.)
Η λέξη "arrestar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
La policía tuvo que arrestar por la fuerza al manifestante violento.
(Η αστυνομία έπρεπε να συλλάβει με βία τον βίαιο διαδηλωτή.)
Arrestar en flagrante
(Συλλάβω επ' αυτοφώρω)
Los agentes lograron arrestar en flagrante al ladrón.
(Οι αστυνομικοί κατάφεραν να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον κλέφτη.)
Arrestar a alguien en su propia casa
(Συλλάβω κάποιον στο σπίτι του)
La policía fue a arrestar a alguien en su propia casa por tráfico de drogas.
(Η αστυνομία πήγε να συλλάβει κάποιον στο σπίτι του για διακίνηση ναρκωτικών.)
Arrestar a un sospechoso
(Συλλάβω έναν ύποπτο)
Η λέξη "arrestar" προέρχεται από το λατινικό "arrestare", που σημαίνει "σταματώ".
Συνώνυμα: - Capturar (συλλαμβάνω) - Detener (σταματώ, σταματώ κάποιον)
Αντώνυμα: - Libera (απελευθερώνω) - Soltar (αφήνω ελεύθερο)