arrestar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

arrestar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "arrestar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /a.res'tar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Το "arrestar" σημαίνει τη διαδικασία της σύλληψης ενός ατόμου από τις αστυνομικές αρχές. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και στο στρατό. Στα Ισπανικά, λέγεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά έγγραφα ή δημοσιεύσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La policía decidió arrestar al sospechoso.
    (Η αστυνομία αποφάσισε να συλλάβει τον ύποπτο.)

  2. Es ilegal arrestar a alguien sin una orden judicial.
    (Είναι παράνομο να συλλαμβάνεις κάποιον χωρίς δικαστική εντολή.)

  3. En tiempos de guerra, es común arrestar a desertores.
    (Σε καιρούς πολέμου, είναι συνηθισμένο να συλλαμβάνονται οι ερηνιστές.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "arrestar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Arrestar por la fuerza
    (Συλλάβω με τη βία)
  2. La policía tuvo que arrestar por la fuerza al manifestante violento.
    (Η αστυνομία έπρεπε να συλλάβει με βία τον βίαιο διαδηλωτή.)

  3. Arrestar en flagrante
    (Συλλάβω επ' αυτοφώρω)

  4. Los agentes lograron arrestar en flagrante al ladrón.
    (Οι αστυνομικοί κατάφεραν να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον κλέφτη.)

  5. Arrestar a alguien en su propia casa
    (Συλλάβω κάποιον στο σπίτι του)

  6. La policía fue a arrestar a alguien en su propia casa por tráfico de drogas.
    (Η αστυνομία πήγε να συλλάβει κάποιον στο σπίτι του για διακίνηση ναρκωτικών.)

  7. Arrestar a un sospechoso
    (Συλλάβω έναν ύποπτο)

  8. Fue fácil arrestar a un sospechoso después de la denuncia.
    (Ήταν εύκολο να συλλάβω έναν ύποπτο μετά την καταγγελία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "arrestar" προέρχεται από το λατινικό "arrestare", που σημαίνει "σταματώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Capturar (συλλαμβάνω) - Detener (σταματώ, σταματώ κάποιον)

Αντώνυμα: - Libera (απελευθερώνω) - Soltar (αφήνω ελεύθερο)



23-07-2024