Το "arresto" είναι ουσιαστικό.
/aˈresto/
Η λέξη "arresto" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και αναφέρεται στη δράση της σύλληψης ή της κράτησης ενός ατόμου από τις αρχές. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και σε ενημερωτικά άρθρα για την αστυνομία και τις νομικές διαδικασίες. Είναι πιο κοινό στο γραπτό λόγο, αλλά εφόσον οι έννοιες της σύλληψης και της κράτησης είναι σημαντικές σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με το δίκαιο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην προφορική επικοινωνία.
Η αστυνομία πραγματοποίησε μία σύλληψη στην περιοχή.
El arresto del sospechoso fue aclamado por la comunidad.
Η σύλληψη του υπόπτου επαινέθηκε από την κοινότητα.
Durante el arresto, se encontraron pruebas incriminatorias.
Η λέξη "arresto" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε πολύπλοκες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες πιο γνωστές φράσεις που αναφέρονται στο νόμο και τη δικαιοσύνη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Τα δικαιώματα του κρατούμενου πρέπει να γίνονται σεβαστά κατά τη διάρκεια της σύλληψης."
"Tras el arresto, se le informó sobre los cargos."
"Μετά τη σύλληψη, του γνωστοποιήθηκαν οι κατηγορίες."
"El arresto preventivo se utiliza en casos graves."
"Η προληπτική σύλληψη χρησιμοποιείται σε σοβαρές περιπτώσεις."
"Fue liberado después del arresto, ya que no había pruebas suficientes."
"Απελευθερώθηκε μετά τη σύλληψη, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία."
"El arresto no fue justificado según la ley."
Η λέξη "arresto" προέρχεται από το λατινικό "arrestus", το οποίο σημαίνει «να σταματήσει» ή «να κρατήσει». Είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια της κρατικής ή νομικής παρέμβασης.
Συνώνυμα: - captura (σύλληψη) - detención (κράτηση)
Αντώνυμα: - liberación (απελευθέρωση) - excarcelación (αποφυλάκιση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική κατανόηση της λέξης "arresto" στη χρήση της στα ισπανικά και τη σχέση της με το νομικό πλαίσιο.