Arriar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈrjar/
Η λέξη "arriar" σημαίνει κυρίως το να κατεβάσει ή να αφαιρέσει κάτι, ειδικότερα σε ναυτικές ή μοτοσικλετιστικές δραστηριότητες, μπορεί να αναφέρεται στην εγκατάλειψη πανιών ή σχοινιών. Χρησιμοποιείται σε καθημερινή γλώσσα και έχει καθορισμένη χρήση σε ναυτικούς κύκλους. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με συχνότερη εμφάνιση σε ναυτικές ή σχετικές με τη θάλασσα συνομιλίες.
El marinero tuvo que arriar la vela por la tormenta.
(Ο ναυτικός έπρεπε να κατεβάσει το πανί λόγω της καταιγίδας.)
Es importante arriar el ancla antes de zarpar.
(Είναι σημαντικό να αφαιρεθεί το άγκυρα πριν από την αναχώρηση.)
Cuando llega la noche, suelen arriar las banderas.
(Όταν έρχεται η νύχτα, συνήθως κατεβάζουν τις σημαίες.)
Η "arriar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις οι οποίες περιλαμβάνουν τη θεματολογία του κατεβάσματος ή της μειωμένης έντασης:
Ejemplo: "Después de tantos fracasos, decidió arriar las velas y cambiar de rumbo."
(Μετά από τόσες αποτυχίες, αποφάσισε να κατεβάσει τα πανιά και να αλλάξει κατεύθυνση.)
Arriar el listón
(Κατεβάζω τον πήχη) - Αναφέρεται στη μείωση των προσδοκιών.
Ejemplo: "Si no quiere seguir decepcionándose, tal vez deba arriar el listón."
(Αν δεν θέλει να συνεχίσει να απογοητεύεται, ίσως θα πρέπει να κατεβάσει τον πήχη.)
Arriar la bandera
(Κατεβάζω τη σημαία) - Χρησιμοποιείται όταν κάτι τελειώνει ή αποσύρεται.
Η λέξη "arriar" προέρχεται από το λατινικό "ad-rare", το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία να κατεβάσει ή να αποσύρει κάτι. Συνδέεται στενά με τη ναυτική ορολογία και την πολιτιστική κληρονομιά σχετική με τη θάλασσα.
Συνώνυμα: - bajar (να κατεβάσει) - deshacer (να αφαιρέσει)
Αντώνυμα: - alzar (να σηκώσει) - levantar (να ανεβάσει)