Το "arribar" είναι ρήμα.
/a.riˈβar/
Το "arribar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της άφιξης κάποιου μέσου (συνήθως ενός πλοίου ή αεροσκάφους) σε έναν προορισμό. Στη γλώσσα των ναυτικών, αναφέρεται στην προσέγγιση ενός πλοίου στο λιμάνι. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πιο γενικά για οποιαδήποτε μορφή άφιξης. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και σε προφορικές και σε γραπτές μορφές, αν και είναι πιο συνήθεις στο ναυτικό λεξιλόγιο.
Los barcos suelen arribar al puerto al amanecer.
(Τα πλοία συνήθως φτάνουν στο λιμάνι το ξημέρωμα.)
Esperamos que el vuelo arribe a tiempo.
(Ελπίζουμε ότι η πτήση θα φτάσει εγκαίρως.)
Το "arribar" μπορεί να περιλαμβάνεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένο ως μέρος τέτοιων φράσεων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εναλλακτικές μορφές για να σηματοδοτήσει την ιδέα της άφιξης ή προόδου.
Arribar a un acuerdo.
(Φτάνω σε μια συμφωνία.)
Arribar a la conclusión de que necesitamos más tiempo.
(Φτάνω στο συμπέρασμα ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ώρα.)
Arribar a las metas propuestas es fundamental.
(Η επίτευξη των προτεινόμενων στόχων είναι θεμελιώδης.)
Η λέξη "arribar" προέρχεται από το ρημα "aribar", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "ad" (προς) και "ripa" (ακτή), υποδηλώνοντας την έννοια της προσέγγισης ή άφιξης σε μία ακτή.
Συνώνυμα:
- llegar (φτάνω)
- alcanzar (φτάνω σε)
Αντώνυμα:
- partir (φεύγω)
- alejarse (απομακρύνομαι)