Ρήμα
/ariɛsˈɡaɾ/
Η λέξη "arriesgar" σημαίνει να αναλαμβάνεις έναν κίνδυνο ή να θέτεις σε κίνδυνο κάτι (όπως η περιουσία, οι σχέσεις ή η υγεία). Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος αποφασίζει να ενεργήσει παρά τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, προφορικά και γραπτά, αλλά προτιμάται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
Πάντα πρέπει να ρισκάρεις αν θέλεις να πετύχεις κάτι μεγάλο.
No estoy dispuesto a arriesgar mi salud por un trabajo.
Η λέξη "arriesgar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την έννοια του ρίσκου και της ανησυχίας.
Μερικές φορές πρέπει να ρισκάρεις για να κερδίσεις.
Arriesgar es parte de la vida.
Το ρίσκο είναι μέρος της ζωής.
Si no arriesgas, no ganarás.
Αν δεν ρισκάρεις, δεν θα κερδίσεις.
Ella decide arriesgar todo por amor.
Η λέξη "arriesgar" προέρχεται από το λατινικό "riscare", που σημαίνει "να αναλαμβάνεις κίνδυνο". Η χρήση της διατηρεί μια σταθερή συνάφεια με την έννοια του ρίσκου καθ' όλη τη διάρκεια των αιώνων.
Συνώνυμα: - Poner en peligro (θέτω σε κίνδυνο) - Exponer (εκθέτω)
Αντώνυμα: - Asegurar (ασφαλίζω) - Proteger (προστατεύω)