Το "arrimar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [a.ri.ˈmaɾ]
Το "arrimar" σημαίνει "να φέρνεις κάτι κοντά, να προσαρμόζεις ή να συγκεντρώνεις". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στη φυσική κίνηση αντικειμένων ή στις μεταφορικές χρήσεις για να δηλώσει τη διαδικασία προσέγγισης σε έναν τόπο ή σε μια κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο να το ακούς σε προφορικές καταστάσεις.
Voy a arrimar la silla a la mesa.
(Θα φέρω την καρέκλα κοντά στο τραπέζι.)
Es mejor arrimar los muebles para limpiar la habitación.
(Είναι καλύτερο να συγκεντρώσουμε τα έπιπλα για να καθαρίσουμε το δωμάτιο.)
Debemos arrimar nuestros esfuerzos para lograr el objetivo.
(Πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειές μας για να πετύχουμε τον στόχο.)
Todos debemos arrimar el hombro para terminar a tiempo.
(Όλοι πρέπει να συμβάλουμε για να τελειώσουμε εγκαίρως.)
Arrimarse a alguien
(Φέρνω τον εαυτό μου κοντά σε κάποιον – σημαίνει ότι πλησιάζω κάποιον, συχνά για να ζητήσω βοήθεια ή υποστήριξη.)
Si tienes problemas, puedes arrimarte a mí.
(Αν έχεις προβλήματα, μπορείς να έρθεις κοντά μου.)
Arrimarse a la corriente
(Φέρνω τον εαυτό μου κοντά στο ρεύμα – σημαίνει ότι ακολουθώ τη δημοφιλή ή κυρίαρχη τάση.)
Η λέξη "arrimar" προέρχεται από το αρχαία ισπανικά "arrimar", που είναι σύνθεση του προθέματος "a-" (προς) και του ρήματος "ramar" (να απλώνω, να κλωνάω).
Συνώνυμα: - acercar - juntar - agrupar
Αντώνυμα: - alejar (να απομακρύνω) - dispersar (να διασκορπίζω) - separar (να χωρίζω)