arrimar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

arrimar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "arrimar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [a.ri.ˈmaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "arrimar" σημαίνει "να φέρνεις κάτι κοντά, να προσαρμόζεις ή να συγκεντρώνεις". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στη φυσική κίνηση αντικειμένων ή στις μεταφορικές χρήσεις για να δηλώσει τη διαδικασία προσέγγισης σε έναν τόπο ή σε μια κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο να το ακούς σε προφορικές καταστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a arrimar la silla a la mesa.
    (Θα φέρω την καρέκλα κοντά στο τραπέζι.)

  2. Es mejor arrimar los muebles para limpiar la habitación.
    (Είναι καλύτερο να συγκεντρώσουμε τα έπιπλα για να καθαρίσουμε το δωμάτιο.)

  3. Debemos arrimar nuestros esfuerzos para lograr el objetivo.
    (Πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειές μας για να πετύχουμε τον στόχο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Arrimar el hombro
    (Φέρνω τον ώμο – εννοεί να βοηθήσω ή να συμβάλω σε μια κατάσταση.)
  2. Todos debemos arrimar el hombro para terminar a tiempo.
    (Όλοι πρέπει να συμβάλουμε για να τελειώσουμε εγκαίρως.)

  3. Arrimarse a alguien
    (Φέρνω τον εαυτό μου κοντά σε κάποιον – σημαίνει ότι πλησιάζω κάποιον, συχνά για να ζητήσω βοήθεια ή υποστήριξη.)

  4. Si tienes problemas, puedes arrimarte a mí.
    (Αν έχεις προβλήματα, μπορείς να έρθεις κοντά μου.)

  5. Arrimarse a la corriente
    (Φέρνω τον εαυτό μου κοντά στο ρεύμα – σημαίνει ότι ακολουθώ τη δημοφιλή ή κυρίαρχη τάση.)

  6. Ella siempre se arrima a la corriente para no sentirse distinta.
    (Αυτή πάντα ακολουθεί τη ρεύμα για να μην αισθάνεται διαφορετική.)

Ετυμολογία

Η λέξη "arrimar" προέρχεται από το αρχαία ισπανικά "arrimar", που είναι σύνθεση του προθέματος "a-" (προς) και του ρήματος "ramar" (να απλώνω, να κλωνάω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - acercar - juntar - agrupar

Αντώνυμα: - alejar (να απομακρύνω) - dispersar (να διασκορπίζω) - separar (να χωρίζω)



22-07-2024