Ρήμα.
/ariˈmaɾ.se/
Η λέξη "arrimarse" σημαίνει να πλησιάσεις ή να προσεγγίσεις κάποιον ή κάτι, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα για να δηλώσει την ιδέα του να έρθεις κοντά ή να συμβαδίζεις με κάποιον. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Πηγαίνω να πλησιάσω το τραπέζι για να φάω.
Es mejor arrimarse a los amigos en momentos difíciles.
Η λέξη "arrimarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Είναι επικίνδυνο να πλησιάσεις το πυρ σε αυτή την κατάσταση.
Arrimarse a alguien.
Ο Χουάν πλησίασε τη Μάρτα γιατί της άρεσε πολύ.
Arrimarse a la sombra.
Η λέξη "arrimarse" προέρχεται από το επίθετο "arrimo", που σημαίνει "προσωρινή στήριξη" ή "κοντά". Το πρόθεμα "a-" υποδηλώνει κίνηση προς κάτι.