Το "arrinconado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ar.in.koˈna.ðo/
Η λέξη "arrinconado" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε μια γωνία ή είναι απομονωμένος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή άτομα που έχουν περιοριστεί ή αποκλειστεί από άλλους, είτε φυσικά είτε κοινωνικά. Η χρήση της είναι συχνή και στους δύο τύπους λόγου, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο.
El gato está arrinconado en la esquina de la habitación.
(Η γάτα είναι γωνιασμένη στην γωνία του δωματίου.)
Se sintió arrinconado por la presión de sus compañeros.
(Ένιωσε περιθωριοποιημένος από την πίεση των συμμαθητών του.)
Η λέξη "arrinconado" μπορεί να είναι μέρος κάποιων ιδιωματικών εκφράσεων που εκφράζουν περιθωριοποίηση ή απομόνωση. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
A menudo, los jóvenes se sienten arrinconados por las expectativas sociales.
(Συχνά, οι νέοι αισθάνονται γωνιασμένοι από τις κοινωνικές προσδοκίες.)
Siento que estoy arrinconado en esta situación y no sé qué hacer.
(Αισθάνομαι ότι είμαι περιθωριοποιημένος σε αυτή την κατάσταση και δεν ξέρω τι να κάνω.)
La falta de apoyo puede hacer que uno se sienta arrinconado por el mundo.
(Η έλλειψη υποστήριξης μπορεί να κάνει κάποιον να αισθάνεται αποκλεισμένος από τον κόσμο.)
Esa decisión lo arrinconó y ahora no puede salir de esa situación.
(Αυτή η απόφαση τον περιθωριοποίησε και τώρα δεν μπορεί να βγει από αυτή την κατάσταση.)
Η λέξη "arrinconado" προέρχεται από το ρήμα "arrinconar", το οποίο προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης "a-" (προς) και της λέξης "rincon" (γωνία).
Συνώνυμα: - aislado (απομονωμένος) - relegado (αποκλεισμένος)
Αντώνυμα: - incluido (συμπεριλαμβανόμενος) - integrado (ενσωματωμένος)