Το "arrinconar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [arin.koˈnaɾ]
Το ρήμα "arrinconar" σημαίνει "να βάλεις κάτι ή κάποιον σε μια γωνία", είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να απομονώνεις ή να αποκλείεις κάτι ή κάποιον από μια κατάσταση ή έναν χώρο. Η χρήση του είναι συχνή σε προφορικό και γραπτό λόγο.
"Η γάτα απομονώθηκε στη γωνία του σαλονιού."
"El jefe arrinconó a los empleados para que trabajaran más."
Το "arrinconar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη γλώσσα των Ισπανόφωνων.
"Να περιθωριοποιήσεις κάποιον στη συζήτηση."
"No arrincones tus sueños."
"Μην απομονώνεις τα όνειρά σου."
"Te arrinconaron con tantas preguntas."
"Σε περιθωριοποίησαν με τόσες πολλές ερωτήσεις."
"A veces es necesario arrinconar el pasado."
Η λέξη "arrinconar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" και "rincon", που σημαίνει "γωνία". Έτσι, η λέξη σχηματίζεται από την έννοια της τοποθέτησης κάποιου ή κάτι σε μια γωνία.
Συνώνυμα: - marginalizar (περιθωριοποιώ) - aislar (απομονώνω)
Αντώνυμα: - integrar (ενσωματώνω) - incluir (συμπεριλαμβάνω)