arrinconar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

arrinconar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "arrinconar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [arin.koˈnaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το ρήμα "arrinconar" σημαίνει "να βάλεις κάτι ή κάποιον σε μια γωνία", είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να απομονώνεις ή να αποκλείεις κάτι ή κάποιον από μια κατάσταση ή έναν χώρο. Η χρήση του είναι συχνή σε προφορικό και γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El gato se arrinconó en la esquina de la sala."
  2. "Η γάτα απομονώθηκε στη γωνία του σαλονιού."

  3. "El jefe arrinconó a los empleados para que trabajaran más."

  4. "Ο διευθυντής περιθωριοποίησε τους υπαλλήλους για να δουλεύουν περισσότερο."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "arrinconar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη γλώσσα των Ισπανόφωνων.

  1. "Arrinconar a alguien en la conversación."
  2. "Να περιθωριοποιήσεις κάποιον στη συζήτηση."

  3. "No arrincones tus sueños."

  4. "Μην απομονώνεις τα όνειρά σου."

  5. "Te arrinconaron con tantas preguntas."

  6. "Σε περιθωριοποίησαν με τόσες πολλές ερωτήσεις."

  7. "A veces es necesario arrinconar el pasado."

  8. "Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να απομονώνεις το παρελθόν."

Ετυμολογία

Η λέξη "arrinconar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" και "rincon", που σημαίνει "γωνία". Έτσι, η λέξη σχηματίζεται από την έννοια της τοποθέτησης κάποιου ή κάτι σε μια γωνία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - marginalizar (περιθωριοποιώ) - aislar (απομονώνω)

Αντώνυμα: - integrar (ενσωματώνω) - incluir (συμπεριλαμβάνω)



23-07-2024