Το "arriostramiento" είναι ουσιαστικό που προέρχεται από το ρήμα "arriostrar".
Φωνητική μεταγραφή: [a.ri.os.tɾaˈmjen.to]
Το "arriostramiento" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται στη διαδικασία της ενίσχυσης ή στήριξης, κυρίως σε δομές ή κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μηχανική και αρχιτεκτονική για να περιγράψει την προτεινόμενη στήριξη που παρέχει σταθερότητα.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
El arriostramiento de la estructura es esencial para su estabilidad.
(Η στήριξη της δομής είναι απαραίτητη για τη σταθερότητά της.)
Durante la construcción, se debe considerar el arriostramiento de las paredes.
(Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ενίσχυση των τοίχων.)
Η λέξη "arriostramiento" δεν είναι συχνά μέλος ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, όμως χρησιμοποιείται σε τεχνικούς τομείς. Ακολουθούν μερικές συνθέσεις που περιλαμβάνουν το "arriostramiento":
Un buen arriostramiento puede prevenir desastres estructurales.
(Μια καλή στήριξη μπορεί να αποτρέψει δομικές καταστροφές.)
La falta de arriostramiento en la construcción puede llevar a colapsos.
(Η έλλειψη στήριξης στην κατασκευή μπορεί να οδηγήσει σε καταρρεύσεις.)
El diseño eficiente incluye arriostramientos estratégicos.
(Ο αποτελεσματικός σχεδιασμός περιλαμβάνει στρατηγικές ενισχύσεις.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "arriostrar", το οποίο ετυμολογικά σχετίζεται με τη τακτοποίηση ή στήριξη, με την πρόθεση να παρέχει σταθερότητα.
Συνώνυμα: - soporte (στήριξη) - refuerzo (ενίσχυση)
Αντώνυμα: - debilidad (αδυναμία) - inestabilidad (αστάθεια)