Η λέξη «arrodillar» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να γονατίζεις ή να τοποθετείς τα γόνατά σου στο έδαφος. Συνήθως, η λέξη φέρνει στο μυαλό εικόνες σωματικής υποταγής ή σεβασμού, όπως όταν κάποιος προσεύχεται ή εκδηλώνει ταπεινότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
(Αυτός αποφάσισε να γονατίσει ενώπιον του βωμού για να ζητήσει συγχώρεση.)
Cuando vio a su abuelo, no pudo evitar arrodillar y abrazarlo.
Η λέξη "arrodillar" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις:
En momentos difíciles, muchos se ven obligados a arrodillar ante los demás.
Arrodillarse ante la autoridad - γονατίζω ενώπιον της αρχής
El joven decidió arrodillarse ante la autoridad para mostrar su respeto.
No hay nada que me haga arrodillar - δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει να γονατίσω
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό «geniculare», που σημαίνει «να γονατίζω» και συνδέεται με τη λέξη «geniculum», που αναφέρεται στο γόνατο.
inclinarse (να σκύβω), postrarse (να πέσω στα γόνατα)
Αντώνυμα: