Arrogante είναι επίθ ετο, που περιγράφει ένα άτομο με υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά.
/a.ro.ˈɣan.te/
Η λέξη arrogante χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που επιδεικνύει υπεροχή ή αδιαφορία προς τους άλλους. Στη γλώσσα των Ισπανών, χαρακτηρίζει συχνά κάποιον που διακατέχεται από τη φιλοδοξία να είναι ανώτερος, είτε στην επαγγελματική είτε στην προσωπική του ζωή. Η χρήση της λέξης είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό λόγο αλλά και σε συνομιλίες όπου η προσωπικότητα του ατόμου θεματοποιείται.
Ella es muy arrogante con sus compañeros de trabajo.
(Αυτή είναι πολύ αλαζονική με τους συνεργάτες της.)
Su actitud arrogante le ha traído muchos problemas.
(Η υπεροπτική του στάση του έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα.)
No me gusta tratar con personas arrogantes.
(Δεν μου αρέσει να συναναστρέφομαι με αλαζονικούς ανθρώπους.)
Η λέξη arrogante μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αναφερόμενες σε στάσεις ή συμπεριφορές.
Estar en un pedestal arrogante.
(Να είσαι σε ένα αλαζονικό βάθρο.)
Συχνά αναφέρεται σε κάποιον που θεωρεί ότι είναι ανώτερος από τους άλλους.
Hacer alarde de su arrogancia.
(Αναδεικνύω την αλαζονία μου.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που καυχιέται για τις ικανότητές του ή την αξία του.
La arrogancia no es una virtud.
(Η αλαζονία δεν είναι αρετή.)
Αυτή η φράση επισημαίνει ότι η υπεροπτική στάση είναι αρνητική.
Arrogante como un rey.
(Αλαζονικός όπως βασιλιάς.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που συμπεριφέρεται με εξαιρετική υπεροψία.
Η λέξη arrogante προέρχεται από τη λατινική λέξη arrogans, που σημαίνει “υπερόπτης” ή “επιζητώντας υπεροχή”.
Συνώνυμα: - Soberbio (διάσημος) - Engreído (αλαζονικός)
Αντώνυμα: - Humilde (ταπεινός) - Modesto (μετριόφρων)